- οισοφαγοσκόπιο
- τοιατρ. ειδικά κατασκευασμένο όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την ενδοσκοπική εξέταση τού οισοφάγου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oesophagoscope < οισοφάγος + -σκόπιο (< -σκόπος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με … Dictionary of Greek
οισοφάγος — (Ανατ.). Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που ενώνει τον φάρυγγα με το στομάχι· είναι ένας μυομεμβρανώδης σωλήνας μήκους περίπου 25 εκ., του οποίου οι περισταλτικές κινήσεις προωθούν τον βλωμό (μπουκιά) από τον φάρυγγα στο στομάχι. Οι πιο σημαντικές… … Dictionary of Greek
οισοφαγοσκοπία — η ιατρ. η εξέταση τού οισοφάγου με ειδικό ενδοσκοπικό όργανο, το οισοφαγοσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οισοφάγος + σκοπία (< σκόπος < σκοπός), πρβλ. κρανιο σκοπία] … Dictionary of Greek